καπετάν — ο άκλ., τίτλος που μπαίνει μπροστά από ονόματα ναυτικών ή οπλαρχηγών: Ήτανο καπετάν Βάρδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγρας, Καπετάν — (1881 – 1907).Ψευδώνυμο του μακεδονομάχου Τέλου Αγαπηνού, ανθυπολοχαγού του πεζικού, από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα και ευαισθητοποιημένος στις δραματικές εξελίξεις του μακεδονικού… … Dictionary of Greek
Καφρίτσας, καπετάν Κώστας — (; – περ. 1780). Αρματολός από την Ευρυτανία. Είχε το αρματολίκι του Καρπενησίου, αλλά το 1780 δεν θέλησε να αναγνωρίσει τον Αλή πασά ως δερβέναγα και προκάλεσε την οργή του. Τότε ο τελευταίος έστειλε τον Γιουσούφ Αράσκι εναντίον του. Έγιναν… … Dictionary of Greek
Κουλάς, Καπετάν Θανάσης — (; – 1730). Οπλαρχηγός της Πελοποννήσου. Αρχικά υπηρέτησε τους Ενετούς και ως αντάλλαγμα ανέλαβε την καπιτανία της Καρίταινας. Όταν το 1715 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, προσκύνησε τον μεγάλο βεζίρη Αλή πασά Κιουγουρτζή για να διατηρήσει… … Dictionary of Greek
Κώτας, Καπετάν — (Ρούλια Καστοριάς 1863 – Μοναστήριο 1905). Σλαβόφωνος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Προσχώρησε μεταξύ των πρώτων στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (κομιτάτο) υιοθετώντας το σύνθημά της «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες». Την… … Dictionary of Greek
Ρομφέης, Καπετάν — Μακεδόνας οπλαρχηγός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι. Διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη επιθεωρητής της Ρούμελης και πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Το 1805 1806, όταν οι αρματολοί και οι κλέφτες, όπως οι Θύμιος Βλαχάβας … Dictionary of Greek
Χρονάς, Καπετάν — Αρματολός και δημογέροντας ο οποίος καταγόταν από το Χρυσοβίτσι της επαρχίας Μαντινείας της Αρκαδίας. Κατά την εισβολή των Βενετών στην Πελοπόννησο (1687) ο X., μαζί με τους προεστούς της Καρύταινας Θανάση Κουλά και της Άκοβας Παλαιολόγο, βοήθησε … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek